- εφετινός
- η , ό[ν] относящийся к этому, текущему году, сего года
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφετινός — ή, ό και φετινός, ή, ό (ΑΜ ἐφετινός, ή, όν, Μ και ὀφετινὸς και φετινός) [εφέτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον έτος («φετινή σοδειά») νεοελλ. (κατ επέκτ.) τωρινός, σύγχρονος, καινούργιος μσν. πάπ. ο ηλικίας ενός έτους … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
επέτειος — η (AM ἐπέτειος, ον και ος, ία, ον) νεοελλ. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος») αρχ. μσν. 1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον… … Dictionary of Greek
φετινός — ή, ό, Ν βλ. εφετινός … Dictionary of Greek